-
1 струнный
струнный έγχορδος; \струнныйе инструменты τα έγχορδα; \струнный оркестр η ορχήστρα εγχόρδων* * *стру́нные инструме́нты — τα έγχορδα
стру́нный орке́стр — η ορχήστρα εγχόρδων
-
2 оркестр
оркестрм ἡ ὁρχήστρα:духовой \оркестр ἡ ὁρχήστρα πνευστών ὁργάνων, ἡ μπάντα, ἡ φανφάρα· струйный \оркестр ἡ ὁρχήστρα ἐγχορδων ὁργάνων симфонический \оркестр ἡ συμφωνική ὁρχήστρα· \оркестр филармонии ἡ φιλαρμονική· государственный \оркестр ἡ κρατική ὁρχήστρα. -
3 оркестр
-а α.ορχήστρα•духовой оркестр η μπάντα, φανφάρα•
симфонический оркестр συμφωνική ορχήστρα•
струнный оркестр ορχήστρα έγχορδων οργάνων•
дивизионный оркестр η ορχήστρα της μεραρχίας.
|| ο προ της σκηνής χώρος της ορχήστρας. -
4 оркестр
η ορχήστραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оркестр
См. также в других словарях:
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
Σκαλκώτας, Νίκος — Έλληνας συνθέτης και βιολονίστας (Χαλκίδα 1904 Αθήνα 1949). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη Χαλκίδα, σε ηλικία 5 ετών. Το 1914 εγγράφεται στο «Ωδείο Αθηνών» όπου σπουδάζει βιολί με τον Τόνυ Σούλτσε και από όπου αποφοιτά το 1920 με πρώτο … Dictionary of Greek
Μαρτέν, Φρανκ — (Frank Martin, Γενεύη 1890 – Νάαρντεν 1974). Ελβετός συνθέτης. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Γενεύης για δύο χρόνια, αλλά το 1910 στράφηκε προς τη μουσική και σπούδασε αρμονία και σύνθεση. Το 1915 συνάντησε τον Ανσερμέ, ο οποίος διηύθυνε την πρώτη … Dictionary of Greek
σερενάτα — (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα… … Dictionary of Greek
Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… … Dictionary of Greek
Σοστακόβιτς, Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς — Ρώσος συνθέτης (Πετρούπολη 1906 Μόσχα 1975). Έδειξε κλίση στη μουσική από πολύ μικρός ενδιαφέρθηκε εξίσου για τη σύνθεση και για το πιάνο και δέκα ετών μπήκε στο Ωδείο της Πετρούπολης. Αφού πήρε πτυχίο μετά έξι χρόνια επισφράγισε τις σπουδές του… … Dictionary of Greek
Ντβόρζακ, Αντονίν — (Antonin Dvorak, Νεχαλόζεβες, Πράγα 1841 – Πράγα 1904). Βοημός συνθέτης. Από φτωχούς γονείς –ο πατέρας του ήταν ο χασάπης του χωριού– ο Ν. από μικρό παιδί έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική ακούγοντας και συχνά ακολουθώντας στα μικρά τους ταξίδια… … Dictionary of Greek
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek
Ραβέλ, Μορίς — (Ravel, Σιμπούρ, Ατλαντικά Πυρηναία 1875 – Παρίσι 1937). Γάλλος συνθέτης. Αν και έγινε γνωστός το 1895 με μια Χαμπανέρα, στην οποία έδινε τολμηρές αρμονικές λύσεις, η διείσδυση του Ρ. στον κόσμο της μουσικής υπήρξε αρκετά αργή. Φοίτησε στο Ωδείο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek